τιμαριωτικός

τιμαριωτικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τιμάριο («τιμαριωτικό σύστημα» — ο τιμαριωτισμός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμαριώτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τιμαριωτικός — ή, ό ο σχετικός με το τιμάριο ή τον τιμαριούχο: Τιμαριωτικό σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεουδαλικός — φεουδαλικός, ή, ό και φεουδαρχικός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φέουδο ή το φεουδάρχη ή το φεουδαλισμό, ο τιμαριωτικός: Φεουδαλικό σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”